by Theofania Papadopoulou & Hlectra Dervisi, A4
Στις Αχαρνές, το πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου, οι κοπέλες ντύνονταν με τα καλά τους και πηγαίνανε από πόρτα σε πόρτα. Είχανε μαζί τους ένα καλαθάκι στο οποίο έβαζαν τα αυγά που ζητούσαν από κάθε νοικοκυρά, λέγοντας :
“Δώστε στο Λάζαρο ένα αυγό
γιατί βράδιασε και πότε θα φύγει”
Λάζαρος απελυτρώθη, ανεστήθη κι εσηκώθη
Tην Κυριακή των Βαΐων, όσοι είχαν δάφνη στο σπίτι τους, έκοβαν μερικά κλαδιά και τα πήγαιναν στην εκκλησία. Τα έδιναν στον παπά, ο οποίος τα διάβαζε και μετά μοιράζονταν στον κόσμο. Αυτά τα βάγια, οι Μενιδιάτες τα έβαζαν στο εικονοστάσι, μαζί με το βασιλικό, που έπαιρναν από την εκκλησία, την ημέρα του Σταυρού. Όταν οι νοικοκυρές ήθελαν να πιάσουν καινούργιο προζύμι, τότε σταύρωναν το αλεύρι με το βασιλικό και τα βάγια που είχαν στο εικονοστάσι, έβαζαν και λίγο αγιασμό και έτσι, γινόταν προζύμι χωρίς μαγιά, κάτι το οποίο θεωρούσαν σαν θαύμα.
Παράλληλα, εκείνο το κυριακάτικο πρωινό, τα παιδιά τραγουδούσαν:
«Ημέρα Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει
στην πόλη Βηθανία
με κλάδους και βαΐα».
Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, οι Μενιδιάτες νήστευαν το λάδι και έκαναν ευχέλαια, για να αγιάσει το σπίτι και να μπει σε αυτό η ευλογία, ώστε να μπορούν οι νοικοκύρηδες να κοινωνήσουν.
Τη Μεγάλη Δευτέρα, η νύφη, με γλυκά, καφέ, ζάχαρη και ξηρούς καρπούς, έκανε επίσκεψη στην πεθερά. Η πεθερά, της έδινε ένα φόρεμα ή της κρέμαγε στο λαιμό μια χρυσή λίρα. Επίσης της έδενε στο χέρι πολλές χρυσές κλωστές, τους «Μάρτηδες», για να μην την κάψει ο ήλιος. Τους «Μάρτηδες», η νύφη τους μοίραζε στο σόι της.
Την Μεγάλη Τετάρτη, έπιαναν το προζύμι στην εκκλησία, από το οποίο έπαιρναν όλα τα νοικοκυριά.
Την Μεγάλη Πέμπτη, οι νοικοκυρές βάφανε τα κόκκινα αυγά, γιατί κόκκινος βάφτηκε ο μανδύας του Χριστού από το αίμα. Την ίδια μέρα ζυμωνόταν και η «κοσόνα», δηλαδή ένα ψωμί σε σχήμα οβάλ, με κεντήματα και ένα κόκκινο αυγό στη μέση, το οποίο πήγαινε ο νονός στο βαφτιστήρι μαζί με τη λαμπάδα και ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια. Επίσης, το βράδυ της ίδιας μέρας μαζεύονταν όλοι, μετά τη θεία ακολουθία και στόλιζαν τον Επιτάφιο, με λουλούδια που έφερναν από το περιβόλι τους. Συνήθως στόλιζαν τον Επιτάφιο οι κοπέλες, αλλά και τα αγόρια, ενώ οι ηλικιωμένοι κάθονταν γύρω από τον Επιτάφιο και μοιρολογούσαν:
«-Σήκω Χριστέ να περπατήσεις
-Δεν μπορώ να περπατήσω, πόδια, χέρια, έχω σπασμένα
-Σήκω Χριστέ και κάνε πέρα
-Πόδια, χέρια, τα ‘χω καρφωμένα».
Αφού τελείωνε το στόλισμα του Επιταφίου, πέρναγαν όλοι από κάτω, για να πάρουν ευλογία. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, μετά την Αποκαθήλωση, συνηθιζόταν η επίσκεψη και στις άλλες ενορίες, για να δουν το Επιτάφιο, αλλά και στο νεκροταφείο, όπου γινόταν τρισάγιο, για τις ψυχές των κεκοιμημένων, ενώ μετά την περιφορά του Επιταφίου, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, όλοι έπαιρναν λίγα λουλούδια, τα λεγόμενα «Σταυρολούλουδα», για φυλαχτό. Αν αρρώσταινε κανείς, λιβάνιζαν μ’ αυτά ή τα χρησιμοποιούσαν όταν κάποιος ήταν ματιασμένος.
Μέχρι το Μεγάλο Σάββατο, οι Μενιδιάτισες, έφτιαχναν τα πασχαλινά κουλούρια, το τσουρέκι και το κουλούρι της Λαμπρής. Το κουλούρι αυτό, ήταν ένα ψωμί στρογγυλό, του οποίου η ζύμη είχε διάφορα μυρωδικά (γλυκάνισο) και λίγο λάδι. Αφού έβαζε τη ζύμη σε στρογγυλό ταψί, η νοικοκυρά έφτιαχνε από το ίδιο το ζυμάρι δύο μπαστούνια, τα οποία τοποθετούσε πάνω στο ψωμί, σε σχήμα σταυρού και στη μέση έβαζε ένα κόκκινο αυγό. Κόκκινα αυγά, επίσης, έβαζε και σε κάθε μια άκρη του σταυρού. Ύστερα κένταγε το ψωμί, με δύο πιρούνια, κάνοντας του διάφορα διακοσμητικά σχέδια και αφού φούσκωνε, το έψηνε. Αυτό το ψωμί, κοβόταν το βράδυ της Ανάστασης, στο γιορτινό τραπέζι.
Το Μεγάλο Σάββατο, έσφαζαν τα αρνιά και τα ετοίμαζαν για την επόμενη ημέρα, όπου θα τα σούβλιζαν. Για το βράδυ, ετοίμαζαν σούπα από τα σφαχτά, με τις κοιλιές, τα ποδαράκια και το κεφάλι, του αρνιού. Επίσης, η νοικοκυρά, ετοίμαζε τη μαγειρίτσα, η οποία γινόταν με μαρούλι και συκώτι αρνιού.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, όλοι πήγαιναν στην εκκλησία, φορώντας τα καλά τους ρούχα και κρατώντας ένα κόκκινο αυγό και μια λαμπάδα. Όταν ο ιερέας έλεγε το «Χριστός Ανέστη», όλοι αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν μεταξύ τους και τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά, που είχαν φέρει μαζί τους, ενώ ακούγονταν τουφεκιές και εκρήξεις δυναμιτών. Όταν η κάθε οικογένεια γύριζε στο σπίτι, τότε ο νοικοκύρης έκανε ένα σταυρό, με τον καπνό της αναμμένης λαμπάδας, πάνω από την πόρτα, για ευλογία. Ύστερα, έτρωγαν όλοι μαζί στο γιορτινό τραπέζι, ενώ ο γηραιότερος σταύρωνε και έκοβε στα τέσσερα το γιορτινό ψωμί.
Την Κυριακή του Πάσχα, έψηναν το αρνί και το κοκορέτσι και η μέρα κυλούσε με χορό και τραγούδι. Οι Μενιδιάτες πίστευαν στα διάφορα «σημάδια», όσον αφορά στο πεπρωμένο και γι’ αυτό, από την πλάτη του αρνιού, πρόσεχαν ένα κόκαλο, τη λεγόμενη σπάλα, που πολλοί πίστευαν ότι είχε διάφορα σημάδια που προμήνυαν το μέλλον του νοικοκύρη. Τη μέρα της Λαμπρής, η πεθερά έκανε δώρο στη νύφη μια λαμπάδα, ίση με το μπόι της, χρυσαφικά και φόρεμα, ενώ ο πεθερός έκανε δώρο στο γαμπρό πουκάμισο, κόκκινα αυγά και κουλούρια.
Kommentarer